ἡσύχιμος

ἡσύχιμος
ἡσῠχ-ιμος, [dialect] Dor. [pref] ἁς- (v.l. [pref] ἡς-), ον,
A = ἥσυχος, ἁμέρα Pi.O.2.32.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ησύχιμος — ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, ον (Α) ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ήσυχος] …   Dictionary of Greek

  • ἡσύχιμον — ἡσύχιμος masc/fem acc sg ἡσύχιμος neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁσύχιμον — ἁ̱σύχιμον , ἡσύχιμος masc/fem acc sg (doric) ἁ̱σύχιμον , ἡσύχιμος neut nom/voc/acc sg (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”