ἡσύχιμος
Look at other dictionaries:
ησύχιμος — ἡσύχιμος και δωρ. τ. ἁσύχιμος, ον (Α) ήσυχος («ἁσύχιμον ἁμέραν», Πίνδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. τού ήσυχος] … Dictionary of Greek
ἡσύχιμον — ἡσύχιμος masc/fem acc sg ἡσύχιμος neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁσύχιμον — ἁ̱σύχιμον , ἡσύχιμος masc/fem acc sg (doric) ἁ̱σύχιμον , ἡσύχιμος neut nom/voc/acc sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-ιμος — κατάλ. επιθέτων τής Ελληνικής, επαυξημένη μορφή τής κατάλ. μος που σχηματίστηκε με απόσπαση τού ι , από το α σύνθ. λέξεων (λ. χ. κυδι άνειρα > κύδ ιμος). Στη συνέχεια η κατάλ. επεκτάθηκε αναλογικά και σχημάτισε επίθετα σε ιμος, κατά κανόνα,… … Dictionary of Greek